φρατέλος

φρατέλος
ο
(λ. ιταλ.), ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στους Ιταλούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρατέλος — ο, Ν ειρων. Ιταλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fratello «αδελφός, αδελφάκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”